Μαριῶν

Μαριῶν
Μαριός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μαρίων — Μάρης masc gen pl (doric) Μάριος masc gen pl Μαρίων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίων — μάρις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκάλα Μαριών — Παράλιος οικισμός (413 κάτ., οψόμ. 10 μ. μ.), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαριών …   Dictionary of Greek

  • Μαρίωνα — Μαρίων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρίωνος — Μαρίων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελατίων, δήμος — Νέος δήμος (2.503 κάτ.) του νομού Ζακύνθου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αναφωνήτριας, Άνω Βολιμών, Βολιμών, Έξω Χώρας, Μαριών και Ορθονιών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… …   Dictionary of Greek

  • Θάσου, δήμος — Δήμος (13.765 κάτ.) του νομού Καβάλας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Θεολόγου, Καλλιράχης, Λιμεναρίων, Μαριών, Παναγίας, Ποταμιάς, Πρίνου, Ραχωνίου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”